- ἄζωστος
- ἄζωστοςungirtmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άζωστος — η, ο (Α ἄζωστος, ον) αυτός που δεν φοράει ζώνη, ο μη ζωσμένος αρχ. ο μη οπλισμένος, άοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζωστός, ρηματ. επίθ. τού ζώννυμι (ζωννύω, ζώνω)] … Dictionary of Greek
άζωστος — η, ο αυτός που δεν είναι ζωσμένος: Στο Βυζάντιο καμιά γυναίκα ανώτερης κοινωνικής τάξης δεν έπρεπε να είναι άζωστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄζωστον — ἄζωστος ungirt masc/fem acc sg ἄζωστος ungirt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώστοις — ἄζωστος ungirt masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώστου — ἄζωστος ungirt masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώστους — ἄζωστος ungirt masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώστων — ἄζωστος ungirt masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώστῳ — ἄζωστος ungirt masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄζωστοι — ἄζωστος ungirt masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζωνος — η, ο (AM ἄζωνος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν φορά ζώνη, ο άζωστος αρχ. μσν. ο μη περιορισμένος από ζώνες ή χώρες, ο μη επιχώριος (ιδιαίτερα για θεούς, τών οποίων η λατρεία ήταν διαδεδομένη παντού και όχι μόνο σε ορισμένη περιοχή). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ… … Dictionary of Greek